- λογαρίδιον
- λογᾰρ-ίδιον, τό, = sq., POxy. 599 (i/ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λογαρίδιον — λογαρίδιον, τὸ (Α) λογάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογάριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek